πλεκόπτερα

πλεκόπτερα
(plecopterus). Τάξη νεόπτερων εντόμων στην οποία ανήκουν διάφορα είδη με μέτριο έως μεγάλο μέγεθος. Έχουν σώμα μαλακό με τέσσερα μεμβρανοειδή φτερά που φαίνονται σαν να είναι τοποθετημένα οριζόντια στην κοιλιά τους, όταν το έντομο βρίσκεται σε ανάπαυση. Τα π. αριθμούν 2000 είδη περίπου. Διακρίνονται σε δύο υποτάξεις, στα ολόγνοθα με τυπικό γένος την εμούρα και στα συστελλόγναθα, με τυπικό γένος την περία.
* * *
τα, Ν
ζωολ. τάξη ημιμετάβολων εντόμων με 1.550 περίπου είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plecoptera (< πλέκω + πτερόν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ορθοπτεροειδής — ές (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορθοπτεροειδή υπέρταξη πτερυγωτών νεόπτερων εντόμων στην οποία ανήκουν τα νωτόπτερα, τα πλεκόπτερα, τα ορθόπτερα, τα εμβιόπτερα και τα δικτυόπτερα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”